- ψηφίδιον
- ψηφίδιον, τό,A a little pebble, Iamb.Myst.3.17 (v.l. ψηφίδων gen. pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψηφίδιον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. στολ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ψηφιδίων — ψηφίδιον a little pebble neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφίδια — ψηφίδιον a little pebble neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek